Αν τ’ ακουμπήσεις λίγο κάτω, όλα αυτά που κουβαλάς

Μου ‘πε ο Γιάννης να γράψω μια ιστορία για τα ξύλα, κι εγώ είπα ίσως, ποτέ δεν ξέρεις, και γελούσα – μα ίσως να μπορώ, τελικά. Για τα ξύλα που τ’ ανεβάζω απ’ το ποτάμι, ανηφόρα και χώμα και δυο φορές σκαλιά – μία ώσπου να βγω απ’ το ποτάμι στον περιφερειακό κι άλλη μία από κει και πάνω ως το σπίτι – και τα ντανιάζω, όμορφα, πλάι στην αμυγδαλιά. Που πριν απ΄αυτό τα ψάχνω και τα ξεδιαλέγω, εδώ τα μικρά, εδώ τα πιο μεγάλα, εκεί κάτι κούτσουρα που με δυσκολία τα σηκώνω, αυτά για προσάναμμα κι εκείνα για ζέστη, και τα μαζεύω σε διάφορα σημεία, στρατηγικά, για να τα ξαναβρώ μετά, στην επόμενη βόλτα. Τα ξύλα που τα παίρνω τα μικρά στην τσάντα και τα μεγάλα αγκαλιά κι ανηφορίζω πάλι για το σπίτι, ιδρώνοντας και με κομμένη αναπνοή, κι ας μη φαίνεται τόσο μακριά. Έχει ύψος και κλίση και τα σκαλιά, ανομοιόμορφα, δε βοηθάνε κι εγώ πάντα κουβαλάω παραπάνω απ’ ότι μπορώ. Πάντα λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορώ.

Μπορώ να γράψω για τα ξύλα πως με κουράζουν, αλλά μ’ αρέσει να τα μαζεύω. Μ’ αρέσει να πηγαίνω και να ‘ρχομαι, φορτωμένη. Να κουβαλάω πράγματα χρήσιμα, που θα με ζεστάνουν το χειμώνα. Μ’ αρέσει να κουβαλάω τα ξύλα, αντί για τις σκέψεις που κουβαλάω συνήθως, που δεν τους φαίνεται αλλά είναι πιο βαριές. Μ’ αρέσει, παρ’ ότι πονάει το σώμα μου παντού κι είμαι γεμάτη γρατζουνιές στα μπράτσα. Μ’ αρέσει που το σώμα μου μαθαίνει σιγά-σιγά στο κουβάλημα και τα πόδια μου πού να πατάνε στο μονοπάτι για να μην πέσω. Μ’ αρέσει να ψάχνω μες τα χόρτα για ξύλα, ν’ ανακαλύπτω κρυμμένους θησαυρούς που ‘χουν κυλήσει μέσα σε θάμνους ή σε γωνίες ή κάτω από σύρματα. Μ’ αρέσει που έχω αρχίσει να ξεχωρίζω ποια είναι ελαφριά και ποια είναι βαριά και ποια είναι κούφια, και πως όλα κάνουνε, όλα έχουν τη χρήση τους. Μ’ αρέσει η διαδικασία, και η ανάγκη της, πως πρέπει να την κάνω γιατί αλλιώς δε θα ‘χω ξύλα να κάψω για να ζεσταθώ. Μ’ αρέσει που πρέπει, γιατί το πρέπει αυτό είναι απλό και πρακτικό, όχι σαν τ’ άλλα που ‘ξερα παλιά. Στην άλλη μου ζωή.

Ήμουν τουρίστας στη ζωή μου εδώ μέχρι πριν λίγο. Ήμουν εδώ αλλά δεν ήμουν γιατί κρατιόμουν από αλλού. Γιατί έλεγα πως είμαι εδώ μα ζούσα, λέει, στο Λονδίνο. Εκεί που όλα μπορείς να τ’αγοράσεις μα δε σου μένει τίποτα. Εκεί που όταν αρχίζουν τα κρύα, την πρώτη στιγμή που κρυώνουν τα πόδια σου στο σπίτι, πατάς ένα κουμπί κι ανάβει η θέρμανση κι έρχεται μετά ο λογαριασμός. Και μετά πληρώνεις. Κι εδώ δεν είχα καν θέρμανση. Είχα κάτι καλοριφέρ του κώλου και τα ‘βαζα στην πρίζα και κρύωνα όλο το χειμώνα, αλλά δεν πείραζε γιατί ήμουνα τουρίστας. Ήμουν τουρίστας μέχρι πρόσφατα κι ίσως την περσινή χρονιά να μάζευα θάρρος αντί για ξύλα. Να μάζευα λόγους να ‘μαι εδώ, να μάζευα τρόπους για να μείνω. Μαθήματα. Κουράγιο. Το πλήρωσα, πάντως, κι αυτό μετά. Μετά πάντα πληρώνεις. Αλλά εγώ ότι είχα να δώσω το ‘δωσα, δεν έχω πια. Δυο-τρία πράγματα που έμαθα και λίγο θάρρος: αυτά. Κι όλους τους λόγους για να μείνω. Και να μαζεύω ξύλα, γιατί δεν είμαι πια τουρίστας και θέλω τα πόδια μου να ‘ναι ζεστά μέσα στο σπίτι.

Στην άλλη μου ζωή έπρεπε πολλά και κουβαλούσα άλλα τόσα. Και τα πλήρωνα. Κι αν μου λεγαν τότε πως θα μάζευα ξύλα για να ζεσταθώ και πως θα μ’ άρεσε, θα γελούσα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κι αν τ’ ακουμπήσεις λίγο κάτω, όλα αυτά που κουβαλάς, κι αφήσεις χώρο για τα άλλα, ίσως ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις. Πόσα μπορείς και δε μπορείς. Πόσα δεν ξέρεις. Πόσα αντέχεις.

Μ’ αρέσει, που εδώ προετοιμαζόμαστε για τα επόμενα. Μ’ αρέσει που δεν είναι όλα εύκολα, που πρέπει λίγο να τα σκεφτείς. Που δεν πατάς απλά ένα κουμπί κι όλα λύνονται. Όλα λύνονται, αλλά κάπως αλλιώς. Μ’ αρέσει που δεν ξέρω τίποτα και τα μαθαίνω, που έχω ανθρώπους δίπλα μου που θέλουν να μου τα μάθουν. Μ’ αρέσει που μαθαίνω πως δε γίνεται πάντα μόνη μου, δε χρειάζεται, κι ας κουβαλάω ακόμα πιο πολλά απ’ ότι αντέχω. Κάποια στιγμή θα μάθω ή ν’ αντέχω πιο πολλά ή να αφήνω κάτω αυτά που δε μπορώ να κουβαλήσω. Ίσως ακόμα και ν’ αφήνω κάποιον άλλον να σηκώνει αυτά που δε μπορώ. Και μ’ αρέσει που όταν πάω για ξύλα ακουμπώ τις σκέψεις μου στο σπίτι, για να ‘μαι λίγο πιο ελαφριά στο δρόμο μου, για να ‘χω χώρο στην αγκαλιά μου για όλα αυτά που θέλω να μπουν.

Δεν έχει άλλη ζωή: αυτή είναι. Κι είναι μικρή, κι ας φαίνεται μεγάλη. Δεν είναι για να κουβαλάς βαριά και άχρηστα και να ξοδεύεσαι, να σπαταλάς την αγκαλιά σου. Γι’ αυτό, απ’ όλα αυτά που κουβαλούσα κάποτε, κρατάω εκείνο το ποτέ δεν ξέρεις, και πάω για ξύλα. Να ανεβαίνω απ’ το ποτάμι φορτωμένη και να τ’ αφήνω όμορφα πλάι στην αμυγδαλιά. Να χτίζω βουνά από ξύλα. Αυτά, από τα πρέπει. Κι έπειτα: λίγο θάρρος, κι ανθρώπους δίπλα μου που θέλουν να με μάθουν, και να ‘χω ζέστη μες το σπίτι το χειμώνα. Αυτά που δεν τα πληρώνεις γιατί δε μπορείς να τ’ αγοράσεις – δε χρειάζομαι άλλους λόγους.


Apologies, once again, to the non Greek speakers among you. This piece is sort of about no longer being a tourist in my own life, and in this life they speak Greek; I need to adapt. But I will try to write an English version in the next few days.

Να έχεις κάπου να γυρίσεις

Και να κάθομαι τώρα σ’ ένα πλοίο, απόγευμα, τέλη Σεπτέμβρη, και να βλέπω έξω τη θάλασσα και ν’ ακούω καψουροτράγουδα στο κινητό που δεν ξέρω τι να τα κάνω και που να τα τοποθετήσω μέσα μου, και που να τοποθετηθώ κι εγώ μέσα σ΄όλα αυτά, αφού βγω απ΄αυτό το πλοίο που μου ‘χουν δώσει θέση ξεκάθαρη, με αριθμό. Και να πηγαίνω στην Αθήνα, αλλαγμένη, ούτε Αθηναία πια ούτε Σιφνιά, για να μου πούνε όλοι εκεί πως έχω αλλάξει, και πως μου πάει το νησί, πως δεν ανήκω πια στην πολή – αλλά δε σκέφτομαι καθόλου να γυρίσω; Δεν πα να σκέφτομαι ότι θέλω, μα να γυρίσω που; Σε τι; Μόνο στη Σίφνο θέλω να γυρίζω, πάντα στη Σίφνο να γυρίζω, τύπου Ιθάκη ένα πράγμα, ταξίδι και προορισμός. Το είπα πρόσφατα, να με δέσουν σ’ ένα κατάρτι σαν τον Οδυσσέα, γιατί ακούω τις Σειρήνες και δε μπορώ – όχι – δε θέλω να μην πάω εκεί που με φωνάζουν. Κλείνω τ’ αφτιά μου με ακουστικά κι ακούω καψουροτράγουδα κι όπου με βγάλει, και δε φταίνε οι Σειρήνες που με φωνάζουν, αυτή είν’ η δουλειά τους. Φταίω εγώ, που δεν μπαίνω καν στον κόπο να δεθώ.

Και να ‘μαι τώρα σ’ ένα πλοίο για Αθήνα, θέση 31Τ, παράθυρο, επίσημα και τυπωμένο σε χαρτί. Πενήντα ευρώ για να ξέρω ακριβώς που βρίσκομαι για λίγο, για να βρεθώ εν τέλει στην Αθήνα, ούτε Αθηναία πια ούτε ακριβώς Σιφνιά, παρ΄ότι μέσα μου πάντα στη Σίφνο επιστρέφω. Να με ξερνάει το πλοίο στον Πειραιά, κι εγώ να κάνω τις κινήσεις μου μηχανικά γιατί ξέρω πως, γιατί θυμάμαι το δρόμο προς το σπίτι, μα οι Σειρήνες με φωνάζουνε αλλού. Να περιφέρομαι στους δρόμους της Αθήνας, άδετη, σα χαμένη, κι όλοι να ξέρουν απ’ τον τρόπο που κινούμαι πως δεν ανήκω πια εδώ. Και να μου λεν έχεις αλλάξει, βλέπω τη Σίφνο στο κορμί σου, στον τρόπο που χαμογελάς, μα κάτσε λίγο παραπάνω, δε θα κάτσεις; Κι εγώ δεν ξέρω πως να πω δεν έχω θέση. Ήμουνα κάποτε Αθηναία, το θυμάμαι, αλλά δεν ξέρω πια που να σταθώ, πως να περάσω απ’ το φανάρι, και μέσα στο θόρυβο της πόλης ακούω μόνο τις Σειρήνες τις δικές μου, να μου φωνάζουν γύρνα πίσω.

Πόση σημασία έχει η τοποθεσία εν τέλει, το που τοποθετείς τον εαυτό σου; Είναι καλύτερο ν’ αφήνεσαι, ελαφρύς, και να πηγαίνεις όπου σε πάει, ή μήπως να στέκεσαι κάπου σταθερά και να λες εγώ εδώ είμαι, ελάτε αν θέλετε εσείς για να με βρείτε; Μα άμα το κανες αυτό, σκέφτομαι τώρα, δε θα βρισκόσουνα ποτέ και πουθενά, ούτε θα έμπαινες σε πλοία για να φύγεις και να γυρίσεις πάλι στην Ιθάκη, όποια Ιθάκη διάλεξες να σε καλεί. Άμα δεν πας όπου σε πάει, δεν έχει Ιθάκες πουθενά: μόνο λιμάνια και ταξίδια, χωρίς επιστροφή. Όπου και να τοποθετείσαι, μέσα σ’ όλα, όποια κι αν είναι η θέση που θα πάρεις, σταθερή, θα περιφέρεσαι άσκοπα, δεμένος σε κατάρτια, γιατί είχες άλλο στο μυαλό σου προορισμό κι αλλού ακούς να σε φωνάζουν. Και θα φεύγεις χωρίς να ‘χεις να γυρίσεις, αντί να δένεσαι μ’ αυτά που σε καλούν, κι όπου σε βγάλει.

Μα να ‘χεις κάπου να γυρίσεις: δεν είναι λίγο. Χωρίς να δένεσαι δεν έχει να λυθείς, κι άμα φοβάσαι ν’ αφεθείς δε θα ‘χεις θέση πουθενά. Κι αν είναι ο τόπος σου εκεί που επιστρέφεις, αν έχεις βρει τη θέση σου, ανεπίσημα, εκεί, πόσο άδικο να ξοδεύεσαι αλλού, σε άλλα, και να σου λεν πως άλλαξες κι εσύ να ακούς μόνο το θόρυβο της πόλης και τις σειρήνες της τροχαίας να περνάνε. Όπου κι αν πας, να έχεις κάπου να γυρίσεις, κι εσύ να ψάχνεις για κατάρτια να δεθείς. Πόσο άδικο, αν είσαι τόσο τυχερός.

Γιατί δε φταίνε οι Σειρήνες που νιώθουμε άδετοι, που κρατιόμαστε από κατάρτια χωρίς λόγο, που περιφερόμαστε στους δρόμους της ζωής μας σα χαμένοι, στο δρόμο προς το σπίτι, ψάχνοντας κάτι μου μας έχει ήδη βρει. Φταίμε εμείς, που δεν ακούμε. Αν δεν ακούμε, φταίμε εμείς.

Αυτά που είναι να κρατήσουν θα σταθούν

Τα ‘χω ανοίξει όλα, πόρτες και παράθυρα, ορθάνοιχτα, και φυσάει ο άνεμος και τα παίρνει όλα, όλα όσα έχω. Φυσάει ο άνεμος απ’ όλες τις κατευθύνσεις, βορράς, νότος, ανατολή, και με τη δύση δεν πέφτει όπως πέφτουν τα μελτέμια, δε γλυκαίνει λίγο όπως έκανε παλιά. Φυσάει αέρας, ρεύματα, και χτυπάνε τα τζάμια και μέσα μου όλα γέρνουνε και πέφτουνε και σπάνε, πέφτουν κάτω και θρυμματίζονται και τα παράθυρα χτυπούν και οι πόρτες τρίζουν. Κι όλα δονούνται κι όλα γέρνουν κι όλα τα παίρνει ο άνεμος και τα ρίχνει κάτω και τα σπάει κι εγώ στέκομαι εκεί, ακίνητη, στη μέση, και σκέφτομαι: πάρτα όλα, σπάστα, να πάνε στο διάολο, να πάνε στο καλό. Δεν τα θέλω άλλο αυτά τα εύθραυστα, αυτά που γέρνουν τόσο εύκολα και σπάνε, με τον κάθε άνεμο, αυτά που δεν έχουν αντοχή για να σταθούν. Πάρτα να παν στο διάολο, τι να τα κάνω; Μισά κι ολόκληρα, σπασμένα και ακέραια, αλλά ανοίγεις τα παράθυρα και τρέμουν και πως να τα κρατήσεις; Φυσάνε έρωτες, φυσάνε λύπες, φυσάνε χαρές που δε φαντάστηκα, φυσάνε αυτά που ήθελα κι αυτά που έχασα κι αυτά που θέλω να κρατήσω, αλλά δε μπορώ να στέκομαι στη μέση και να τα κρατάω, μήπως φυσήξει ανέμος και γείρουνε και πέσουν, δε μπορώ. Ας πέσουνε κι ας σπάσουν κι ας πάνε στο καλό, αυτά που δεν αντέχουν να σταθούν. Τα ‘χω ανοίξει όλα, ορθάνοιχτα, και στέκομαι στη μέση και σκέφτομαι: ας σπάσει ότι σπάσει, κι ότι μπορεί ν’ αντέξει ας σταθεί γιατί αν κλείσω τα παράθυρα και τις πόρτες και γίνουν όλα στεγανά, δε θα ‘χει ούτε έρωτες, ούτε χαρές, ούτε αυτά που θα ‘θελα να τα κρατήσω – δε θα ‘χουν από που να μπουν. Άμα τα κλείσω όλα, όπως πριν, θα ‘χει μόνο ακινησία, θα ‘χει μόνο στασιμότητα κι ασφάλεια κι εγώ θα στέκομαι στη μέση, απαθής, να τα κοιτάω, όλα αυτά τα εύθραυστα, μισά κι ολόκληρα, σπασμένα ήδη κι ας μοιάζουν ακέραια, αυτά που χρειάζονται τόσο προστασία για να σταθούν. Δεν τα θέλω πια, όχι έτσι. Κι ας τρέμουν όλα μέσα μου, κι ας γέρνουν. Αυτά που είναι να κρατήσουν κρατιούνται από μόνα τους, όποιος άνεμος κι αν τα φυσά. Αυτά που είναι να κρατήσουν θα σταθούν.

Χωρίς να ξέρεις, να την αγαπάς.

Γράφουν πολλά τελευταία για τη Σίφνο. Λένε πολλά. Κάθε μέρα ανοίγω το facebook και βλέπω κι άλλα άρθρα, στον ξένο τύπο και τον ελληνικό, να παροτρύνουν αυτούς που ξέρουν να τη γνωρίσουν, ν’ ανακαλύψουν αυτό το κρυμμένο μυστικό των Κυκλάδων, θαμμένο τόσα χρόνια στην άγονη γραμμή. Μαγευτική τη λένε, άσπιλη, αριστοκρατική, σα να βρήκαν ξαφνικά φλέβα χρυσού και θα πλουτίσουμε όλοι.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που πήγαινα σχολείο και περνούσαμε εδώ τα καλοκαίρια, να μου λένε τ’ άλλα παιδιά, αρχές Ιουνίου όταν ξεκίναγαν οι διακοπές: «Στη Σίφνο; Τι είναι αυτό;» και να γελάνε. Τ’ άλλα παιδιά που πήγαιναν στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, τις Σπέτσες και την Ύδρα, μέρη γνωστά κι αναγνωρισμένα, με αξία, και γέλαγαν μαζί μου που περνούσα τα καλοκαίρια μου εξόριστη, εδώ, στην άγονη γραμμή. Ποια Σίφνο;

Τη Σίφνο εκείνη που έρχονται τώρα να παντρευτούν, στη Χρυσοπηγή, με catering απ’ την Αθήνα και βιολιά παραδοσιακά. Τη Σίφνο των περιοδικών, γυαλιστερή σαν τις σελίδες τους, ν’ αστράφτει κάπου ανάμεσα στη Σέριφο και τη Μήλο, στην πρώην άγονη γραμμή που ‘γινε γόνιμη τώρα που έχουμε πέντε πλοία τη μέρα. Την ανακάλυψαν, με σκάφη ιδιωτικά και το SeaJet που φτάνει σε δύο ώρες απ’ τον Πειραιά, αυτοί που ξέρουν.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που τα Φυρόγια ήταν χαλάσματα και πήγαινες μόνο με καΐκι στο Βαθύ και πλενόμασταν με νερό κατευθείαν απ’ το πηγάδι, παγωμένο, και για το πόσιμο πηγαίναμε στην Παναγιά της Βρύσης, με μπιτόνια. Θυμάμαι το κάμπινγκ στον Πλατύ Γιαλό και που το Μπότζι έπαιζε ροκ και βγαίναμε βραχνοί τα ξημερώματα να πάρουμε σάντουιτς από το Πλάζα στην πλατεία κι άστραφτε η ανατολή στους άσπρους τοίχους και μας τύφλωνε.

Ότι αστράφτει δεν είναι χρυσός. Είχε παλιά η Σίφνος χρυσό, μα τώρα έχει άλλα. Όχι αυτά που γράφονται: πιο κρυφά. Και συνάμα καθόλου. Μια βουνοκορφή, ένα μονοπάτι με μια φίλη το Νοέμβριο, μια θέα που δεν είχες ξαναδεί μα ήταν πάντα εκεί, τα βράδια που ακούς μόνο τον άνεμο. Μια άδεια παραλία και οι ταβέρνες που δεν κλείνουν το χειμώνα. Να βρέχεις τα ρεβύθια την Παρασκευή και να τα πηγαίνεις στο φούρνο το Σάββατο και να σου λένε καλησπέρα σα να σε ξέρουν, αυτοί που νόμιζες πως ήξερες. Να περπατάς στο δρόμο και μη σε ρωτάνε πια τι κάνεις εδώ.

Αν αγαπάς δεν ξέρεις τίποτα: αυτό μου το ‘μαθε η Σίφνος. Κάποτε ήξερα κι εγώ γιατί ερχόμουν εδώ τα καλοκαίρια κι είχαμε σπίτι, κι έπαιζα στα σοκάκια με τ’ άλλα παιδιά και γιατί θυμάμαι, γιατί μπορώ να σου πω πως ήταν η Σίφνος παλιά και πόσο έχει αλλάξει. Αλλά δεν είναι σ’ αυτά η Σίφνος, τελικά. Δεν είναι εκεί που την ψάχνουμε, αλλά εκεί που θα βρεθούμε. Δεν είναι στο πόσο άλλαξε, αλλά στο πόσο σε αλλάζει. Άμα ξεχάσεις αυτά που ήξερες κι αρχίσεις να μαθαίνεις. Πόσος πλούτος κρύβεται σε μια φλέβα χρυσού που έχει στερέψει. Πως η μαγεία είναι σ’ ότι αγαπάς και ν’ αγαπάς δεν είναι γνώση. Δεν ξέρεις τίποτα κι έτσι πλουτίζεις, τελικά: μαθαίνοντας.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που ήξερα και δεν την αγαπούσα. Τότε που το ‘λεγα με χαμηλή φωνή, ότι θα πάω στη Σίφνο, και με τραβούσαν άλλα μέρη, γεμάτα φώτα, γυαλιστερά. Και με τύφλωναν. Ώσπου μια μέρα βρέθηκα εδώ κι είχαν περάσει δυο χειμώνες και δε με ρωτούσε πια κανεις πότε θα φύγω και κατάλαβα ξαφνικά τι σημαίνει ν’ αγαπάς έναν τόπο έτσι όπως είναι, όχι όπως τον φαντάστηκες. Όχι γι’ αυτά που λέγονται και την αξία που του δίνουν οι άλλοι και γι’ αυτά που λες εσύ στους άλλους ότι θυμάσαι. Και να το λες, πως ζεις εδώ, κι αν σε ρωτάν ποια Σίφνο; Τη δική μου.

Κάτι ξέρουν, αυτοί που ξέρουν. Καλά κάνουν κι έρχονται εδώ. Για γάμους και για βαφτίσια, για το Σαββατοκύριακο με το SeaJet, για όλο το καλοκαίρι με αυτοκίνητα φορτωμένα. Για τα μπαρ και τα εστιατόρια, για τον αριστοκρατικό Αρτεμώνα και τον κοσμικό Πλατύ Γιαλό και τη γραφική Χερρόνησο. Για τα κεραμικά και τις εκθέσεις και για τις φωτογραφίες που ανεβάζουν στο facebook με φόντο τη Χρυσοπηγή. Για όλα αυτά που ξέρουν, τώρα, όλοι, και τα κρυφά και τα κρυμμένα και αυτά που ήταν πάντα εκεί και δεν τα είχες συναντήσει. Γι’ αυτά που ίσως μάθεις. Γι’ αυτούς που ξέρουν κι αυτούς που ψάχνονται κι αυτούς που ψάχνουν κάπου να βρεθούν κι εκείνους, σαν κι εμένα, που βρέθηκαν εδώ και τα μαθαίνουν όλα απ’ την αρχή. Έχει Σίφνο για όλους, δε στερεύει. Έχει πλούτο για όλους, αν την αγαπάς. Χωρίς να ξέρεις, να την αγαπάς.


Η Δάφνη Καψάλη ζει στη Σίφνο. Δεν ξέρει τίποτα.


Click here for the English version of this piece.

Από κάπου να ξεκινήσω

Πρέπει να ξεκινήσω να γράφω ελληνικά. Έτσι μου λένε. Μου λένε πως δε γίνεται, ελληνίδα, να γράφω στ’ αγγλικά: μόνο; γιατί; Ελληνίδα, και με μπαμπά ποιητή. Μου λένε για την ομορφία της ελληνικής γλώσσας, αυτή τη μελωδία που ‘χει, τις λέξεις που δεν έχουνε οι άλλοι, μόνο εμείς. Εμείς; Τι ελληνίδα είμαι; Μπερδεμένη.

Δεν ενδίδω. Εδώ και χρόνια λέω όχι. Όχι, με τα λίγα λόγια που ξέρω, γιατί είναι στ’ αλήθεια λίγα, και σκονισμένα. Σκουριάζουν κι αυτά, αλλοιώνονται, αν δεν τα χρησιμοποιείς. Αν λες τα ίδια και τα ίδια, στους ίδιους ανθρώπους κι ανάμεσα, όταν δε θυμάσαι τη λέξη, λες την αγγλική. Με τα λίγα λόγια που ξέρω προσπαθώ να δώσω εξηγήσεις, ελληνικές, ευκατανόητες. Να εξηγήσω κάτι που δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ: γιατί δεν είμαι ελληνίδα όσο πρέπει, γιατί δε μου φτάνει; Γιατί δε μου κάνει αυτή η αρχαία γλώσσα των ποιητών; Ποιο είναι αυτό το αλφάβητο, το ξένο, που για χάρη του απαρνιέμαι το ελληνικό; Ποια είμαι εγώ που δε μου φτάνουν αυτές οι λέξεις, οι μητρικές, για να εκφραστώ; Μπερδεμένη. Αθηναία πρωτευουσιάνα ξενιτεμένη μετανάστρια. Ξένη εδώ, ξένη κι εκεί. Αλλά άμα ζεις τη ζωή σου στα ξένα, με ξένες λέξεις εκφράζεσαι. Και ξένες γίνονται οι μητρικές, οι πιο λίγο οικείες, όσο περνάει ο καιρός. Δε μεταφράζεται η ζωή στο Λονδίνο στα ελληνικά, δε μεταφράζονται οι σκέψεις που κάνεις. Η νοοτροπία που έμαθες εκεί, όλα αυτά τα χρόνια, δεν προσαρμόζεται στο εδώ. Κι εδώ, που θα ‘πρεπε να ταιριάζω γιατί η ταυτότητά μου λέει «ελληνίδα», δεν έχω λόγια για να εκφραστώ.

Αυτή την ταυτότητα, την ελληνική, δεν ξέρω πως να την υποδυθώ. Δεν έχω τα λόγια. Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά, που δεν έχω κάνει, δεν έχω πει ποτέ στα ελληνικά. Δεν ξέρω πως. Πως πληρώνεις λογαριασμούς; Πως καλείς ταξί; Πως λες ότι λυπάσαι που κάποιος πέθανε; Πως μιλάς για έρωτες; Πως μιλάς για τον πόνο; Πως ξεκινάς μια σχέση; Πως χωρίζεις; Όταν σου λεν «βοήθειά μας», πως απαντάς; Μιλάς κατά τη διάρκεια του σεξ; Το λένε σεξ; Τι λες όταν γνωρίζεις κάποιον για πρώτη φορά; Τι λες όταν δεν ξέρεις τι να πεις; Από κάπου πρέπει να ξεκινήσω, αλλά πως ξεκινάς;

Δεν ενδίδω, κι ας λένε. Δεν είναι αυτός ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω, τώρα, στα ελληνικά. Είναι που, ξαφνικά, κάτι νιώθω: μια ανάγκη. Σαν κάτι ν’ άλλαξε, χωρίς εξήγηση, χωρίς να μου δώσει χρόνο να σκεφτώ, να ερμηνεύσω, να προσαρμοστώ. Σα να μη μπορώ πια να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, να κρατάω το ένα πόδι σ’ άλλη όχθη, σ’ άλλη χώρα και να στέκομαι εδώ. Να ζω εδώ μα να κρατιέμαι, με μια κλωστίτσα, αλλού, να μιλάω με λέξεις μεταφρασμένες για εμπειρίες εισαγόμενες και όλοι να γνέφουν με το κεφάλι αλλά να μην καταλαβαίνουν, γιατί δεν έχει Λονδίνο εδώ, δεν έχει how do you do. Αυτά που ξέρεις ξέχασέ τα αν θέλεις, όπως όλοι, να βρεις κάπου να σταθείς. Και θέλω: αυτό νιώθω. Θέλω να σταθώ εδώ. Κι αν θέλω, πρέπει να σταθώ και με τα δύο πόδια. Πρέπει από κάπου να ξεκινήσω, από τα λίγα λόγια που ξέρω. Αυτές οι λέξεις που με ξενίζουν να γίνουν γνώριμες σιγά σιγά, για να μην είμαι πια ξένη. Να μη μεταφράζομαι πια στα ελληνικά, να μην εισάγω τον εαυτό μου από αλλού: να είμαι εδώ.

Εδώ, στη Σίφνο. Ξένη πρωτευουσιάνα Αθηναία περίεργη. Σιγά σιγά όμως: η Δάφνη. Που ζει στον Ελεήμονα. Που γράφει βιβλίο. Που περπατάει πολύ, Απολλωνία-Καμάρες, σχεδόν κάθε μέρα. Που έμεινε εδώ το χειμώνα. Που κάνει παρέα με τον τάδε και τον άλλον. Αυτή. Από την απόλυτη αδιαφορία του Λονδίνου, από την ελευθερία εκείνη την παράξενη και τους απέραντους ορίζοντες, στη Σίφνο τη μικρή που θέλει να τα ξέρει όλα. Τίνος είσαι εσύ; Τι κάνεις; Τι είσαι; Μπερδεμένη. Αλλά έχει κι εδώ ορίζοντες, έχει έρωτες, έχει τραγούδια που τα ξέρω. Έχει θάλασσες και βουνά και φίλους καινούργιους και παλιούς και άγνωστες λέξεις τους τις μαθαίνω με τον καιρό. Έχει εμπειρίες που είναι μόνο εδώ, και λέξεις που τους αντιστοιχούν. Οι φίλοι μου στην Αθήνα, στο Λονδίνο, δεν καταλαβαίνουν. Γνέφουν τώρα κι αυτοί μ’ εκείνον τον τρόπο, αλλά δεν πειράζει. Θα προσπαθήσω, με τα λίγα λόγια που ξέρω, να τους τα πω. Πως είναι να είσαι εδώ. Πως σ’ αυτό το νησί που θέλει όλα να τα ξέρει, μέσα σ’ αυτό το καλοκαίρι που δε λέει να ‘ρθει, δε λέει ν’ αποφασίσει, δεν ξέρει τι είναι – κάπως ταιριάζω. Πως βρήκα κάπου να σταθώ.

Πήγα μια βόλτα πριν λίγο, να περπατήσω, να σκεφτώ. Κοντά στο τέλος, στις Αράδες, στην παλιά παιδική χαρά, σταμάτησα να κάτσω για λίγο, να καπνίσω ένα τσιγάρο πριν πάρω το δρόμο προς Καταβατή. Έκατσα σταυροπόδι στην άκρη του τοίχου, πάνω απ’ το δρόμο. Μπροστά μου θέα το σχολείο, πιο ‘κει στα δεξιά τα Εξάμπελα και περά η θάλασσα και τα νησιά. Σχεδόν σαράντα χρονών, με τζην σορτσάκι και παπούτσια Vans, σκαρφαλωμένη σ’ ένα τοίχο να καπνίζω. Πέρασαν μερικοί. Κάποιοι δε με είδαν. Κάποιοι με χαιρέτησαν. Κάποιοι με κοίταξαν, περνώντας, και κούνησαν το κεφάλι: να η Δάφνη. Σκαρφαλωμένη σ’ ένα τοίχο. Θυμήθηκα ένα τραγούδι του Ξυδάκη, «κοντεύω τα σαράντα κι ακόμα είμαι παιδί». Το άκουγα μικρή και μου φαινόταν τρελλό, αυτός ο αριθμός, αυτή η ηλικία. Και να ‘μαι τώρα, εδώ, τριανταεννιά ετών με μαλλιά σχεδόν ξυρισμένα και ν’ ασημίζουν στα πλάγια, σκαρφαλωμένη ψηλά να κοιτάω τα νησιά, και να μου γνέφουν σα να με ξέρουν. Και να νιώθω μια παράξενη ελευθερία, εδώ, στη Σίφνο τη μικρή που θέλει όλα να τα ξέρει, και οι λέξεις να μου έρχονται στα ελληνικά. Λίγες, αλλά οικείες. Χωρίς μετάφραση. Και να νιώθω την ανάγκη να τις πω.

Ποτέ δεν ξέρεις τίποτα. Αλλά τα λόγια βρίσκονται, σιγά σιγά, με τον καιρό. Φτάνει από κάπου να ξεκινήσεις. Και μπορείς να ξεκινήσεις όσες φορές θες.