Μου ‘πε ο Γιάννης να γράψω μια ιστορία για τα ξύλα, κι εγώ είπα ίσως, ποτέ δεν ξέρεις, και γελούσα – μα ίσως να μπορώ, τελικά. Για τα ξύλα που τ’ ανεβάζω απ’ το ποτάμι, ανηφόρα και χώμα και δυο φορές σκαλιά – μία ώσπου να βγω απ’ το ποτάμι στον περιφερειακό κι άλλη μία από κει και πάνω ως το σπίτι – και τα ντανιάζω, όμορφα, πλάι στην αμυγδαλιά. Που πριν απ΄αυτό τα ψάχνω και τα ξεδιαλέγω, εδώ τα μικρά, εδώ τα πιο μεγάλα, εκεί κάτι κούτσουρα που με δυσκολία τα σηκώνω, αυτά για προσάναμμα κι εκείνα για ζέστη, και τα μαζεύω σε διάφορα σημεία, στρατηγικά, για να τα ξαναβρώ μετά, στην επόμενη βόλτα. Τα ξύλα που τα παίρνω τα μικρά στην τσάντα και τα μεγάλα αγκαλιά κι ανηφορίζω πάλι για το σπίτι, ιδρώνοντας και με κομμένη αναπνοή, κι ας μη φαίνεται τόσο μακριά. Έχει ύψος και κλίση και τα σκαλιά, ανομοιόμορφα, δε βοηθάνε κι εγώ πάντα κουβαλάω παραπάνω απ’ ότι μπορώ. Πάντα λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορώ.
Μπορώ να γράψω για τα ξύλα πως με κουράζουν, αλλά μ’ αρέσει να τα μαζεύω. Μ’ αρέσει να πηγαίνω και να ‘ρχομαι, φορτωμένη. Να κουβαλάω πράγματα χρήσιμα, που θα με ζεστάνουν το χειμώνα. Μ’ αρέσει να κουβαλάω τα ξύλα, αντί για τις σκέψεις που κουβαλάω συνήθως, που δεν τους φαίνεται αλλά είναι πιο βαριές. Μ’ αρέσει, παρ’ ότι πονάει το σώμα μου παντού κι είμαι γεμάτη γρατζουνιές στα μπράτσα. Μ’ αρέσει που το σώμα μου μαθαίνει σιγά-σιγά στο κουβάλημα και τα πόδια μου πού να πατάνε στο μονοπάτι για να μην πέσω. Μ’ αρέσει να ψάχνω μες τα χόρτα για ξύλα, ν’ ανακαλύπτω κρυμμένους θησαυρούς που ‘χουν κυλήσει μέσα σε θάμνους ή σε γωνίες ή κάτω από σύρματα. Μ’ αρέσει που έχω αρχίσει να ξεχωρίζω ποια είναι ελαφριά και ποια είναι βαριά και ποια είναι κούφια, και πως όλα κάνουνε, όλα έχουν τη χρήση τους. Μ’ αρέσει η διαδικασία, και η ανάγκη της, πως πρέπει να την κάνω γιατί αλλιώς δε θα ‘χω ξύλα να κάψω για να ζεσταθώ. Μ’ αρέσει που πρέπει, γιατί το πρέπει αυτό είναι απλό και πρακτικό, όχι σαν τ’ άλλα που ‘ξερα παλιά. Στην άλλη μου ζωή.
Ήμουν τουρίστας στη ζωή μου εδώ μέχρι πριν λίγο. Ήμουν εδώ αλλά δεν ήμουν γιατί κρατιόμουν από αλλού. Γιατί έλεγα πως είμαι εδώ μα ζούσα, λέει, στο Λονδίνο. Εκεί που όλα μπορείς να τ’αγοράσεις μα δε σου μένει τίποτα. Εκεί που όταν αρχίζουν τα κρύα, την πρώτη στιγμή που κρυώνουν τα πόδια σου στο σπίτι, πατάς ένα κουμπί κι ανάβει η θέρμανση κι έρχεται μετά ο λογαριασμός. Και μετά πληρώνεις. Κι εδώ δεν είχα καν θέρμανση. Είχα κάτι καλοριφέρ του κώλου και τα ‘βαζα στην πρίζα και κρύωνα όλο το χειμώνα, αλλά δεν πείραζε γιατί ήμουνα τουρίστας. Ήμουν τουρίστας μέχρι πρόσφατα κι ίσως την περσινή χρονιά να μάζευα θάρρος αντί για ξύλα. Να μάζευα λόγους να ‘μαι εδώ, να μάζευα τρόπους για να μείνω. Μαθήματα. Κουράγιο. Το πλήρωσα, πάντως, κι αυτό μετά. Μετά πάντα πληρώνεις. Αλλά εγώ ότι είχα να δώσω το ‘δωσα, δεν έχω πια. Δυο-τρία πράγματα που έμαθα και λίγο θάρρος: αυτά. Κι όλους τους λόγους για να μείνω. Και να μαζεύω ξύλα, γιατί δεν είμαι πια τουρίστας και θέλω τα πόδια μου να ‘ναι ζεστά μέσα στο σπίτι.
Στην άλλη μου ζωή έπρεπε πολλά και κουβαλούσα άλλα τόσα. Και τα πλήρωνα. Κι αν μου λεγαν τότε πως θα μάζευα ξύλα για να ζεσταθώ και πως θα μ’ άρεσε, θα γελούσα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κι αν τ’ ακουμπήσεις λίγο κάτω, όλα αυτά που κουβαλάς, κι αφήσεις χώρο για τα άλλα, ίσως ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις. Πόσα μπορείς και δε μπορείς. Πόσα δεν ξέρεις. Πόσα αντέχεις.
Μ’ αρέσει, που εδώ προετοιμαζόμαστε για τα επόμενα. Μ’ αρέσει που δεν είναι όλα εύκολα, που πρέπει λίγο να τα σκεφτείς. Που δεν πατάς απλά ένα κουμπί κι όλα λύνονται. Όλα λύνονται, αλλά κάπως αλλιώς. Μ’ αρέσει που δεν ξέρω τίποτα και τα μαθαίνω, που έχω ανθρώπους δίπλα μου που θέλουν να μου τα μάθουν. Μ’ αρέσει που μαθαίνω πως δε γίνεται πάντα μόνη μου, δε χρειάζεται, κι ας κουβαλάω ακόμα πιο πολλά απ’ ότι αντέχω. Κάποια στιγμή θα μάθω ή ν’ αντέχω πιο πολλά ή να αφήνω κάτω αυτά που δε μπορώ να κουβαλήσω. Ίσως ακόμα και ν’ αφήνω κάποιον άλλον να σηκώνει αυτά που δε μπορώ. Και μ’ αρέσει που όταν πάω για ξύλα ακουμπώ τις σκέψεις μου στο σπίτι, για να ‘μαι λίγο πιο ελαφριά στο δρόμο μου, για να ‘χω χώρο στην αγκαλιά μου για όλα αυτά που θέλω να μπουν.
Δεν έχει άλλη ζωή: αυτή είναι. Κι είναι μικρή, κι ας φαίνεται μεγάλη. Δεν είναι για να κουβαλάς βαριά και άχρηστα και να ξοδεύεσαι, να σπαταλάς την αγκαλιά σου. Γι’ αυτό, απ’ όλα αυτά που κουβαλούσα κάποτε, κρατάω εκείνο το ποτέ δεν ξέρεις, και πάω για ξύλα. Να ανεβαίνω απ’ το ποτάμι φορτωμένη και να τ’ αφήνω όμορφα πλάι στην αμυγδαλιά. Να χτίζω βουνά από ξύλα. Αυτά, από τα πρέπει. Κι έπειτα: λίγο θάρρος, κι ανθρώπους δίπλα μου που θέλουν να με μάθουν, και να ‘χω ζέστη μες το σπίτι το χειμώνα. Αυτά που δεν τα πληρώνεις γιατί δε μπορείς να τ’ αγοράσεις – δε χρειάζομαι άλλους λόγους.
Apologies, once again, to the non Greek speakers among you. This piece is sort of about no longer being a tourist in my own life, and in this life they speak Greek; I need to adapt. But I will try to write an English version in the next few days.