Χωρίς να ξέρεις, να την αγαπάς.

Γράφουν πολλά τελευταία για τη Σίφνο. Λένε πολλά. Κάθε μέρα ανοίγω το facebook και βλέπω κι άλλα άρθρα, στον ξένο τύπο και τον ελληνικό, να παροτρύνουν αυτούς που ξέρουν να τη γνωρίσουν, ν’ ανακαλύψουν αυτό το κρυμμένο μυστικό των Κυκλάδων, θαμμένο τόσα χρόνια στην άγονη γραμμή. Μαγευτική τη λένε, άσπιλη, αριστοκρατική, σα να βρήκαν ξαφνικά φλέβα χρυσού και θα πλουτίσουμε όλοι.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που πήγαινα σχολείο και περνούσαμε εδώ τα καλοκαίρια, να μου λένε τ’ άλλα παιδιά, αρχές Ιουνίου όταν ξεκίναγαν οι διακοπές: «Στη Σίφνο; Τι είναι αυτό;» και να γελάνε. Τ’ άλλα παιδιά που πήγαιναν στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, τις Σπέτσες και την Ύδρα, μέρη γνωστά κι αναγνωρισμένα, με αξία, και γέλαγαν μαζί μου που περνούσα τα καλοκαίρια μου εξόριστη, εδώ, στην άγονη γραμμή. Ποια Σίφνο;

Τη Σίφνο εκείνη που έρχονται τώρα να παντρευτούν, στη Χρυσοπηγή, με catering απ’ την Αθήνα και βιολιά παραδοσιακά. Τη Σίφνο των περιοδικών, γυαλιστερή σαν τις σελίδες τους, ν’ αστράφτει κάπου ανάμεσα στη Σέριφο και τη Μήλο, στην πρώην άγονη γραμμή που ‘γινε γόνιμη τώρα που έχουμε πέντε πλοία τη μέρα. Την ανακάλυψαν, με σκάφη ιδιωτικά και το SeaJet που φτάνει σε δύο ώρες απ’ τον Πειραιά, αυτοί που ξέρουν.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που τα Φυρόγια ήταν χαλάσματα και πήγαινες μόνο με καΐκι στο Βαθύ και πλενόμασταν με νερό κατευθείαν απ’ το πηγάδι, παγωμένο, και για το πόσιμο πηγαίναμε στην Παναγιά της Βρύσης, με μπιτόνια. Θυμάμαι το κάμπινγκ στον Πλατύ Γιαλό και που το Μπότζι έπαιζε ροκ και βγαίναμε βραχνοί τα ξημερώματα να πάρουμε σάντουιτς από το Πλάζα στην πλατεία κι άστραφτε η ανατολή στους άσπρους τοίχους και μας τύφλωνε.

Ότι αστράφτει δεν είναι χρυσός. Είχε παλιά η Σίφνος χρυσό, μα τώρα έχει άλλα. Όχι αυτά που γράφονται: πιο κρυφά. Και συνάμα καθόλου. Μια βουνοκορφή, ένα μονοπάτι με μια φίλη το Νοέμβριο, μια θέα που δεν είχες ξαναδεί μα ήταν πάντα εκεί, τα βράδια που ακούς μόνο τον άνεμο. Μια άδεια παραλία και οι ταβέρνες που δεν κλείνουν το χειμώνα. Να βρέχεις τα ρεβύθια την Παρασκευή και να τα πηγαίνεις στο φούρνο το Σάββατο και να σου λένε καλησπέρα σα να σε ξέρουν, αυτοί που νόμιζες πως ήξερες. Να περπατάς στο δρόμο και μη σε ρωτάνε πια τι κάνεις εδώ.

Αν αγαπάς δεν ξέρεις τίποτα: αυτό μου το ‘μαθε η Σίφνος. Κάποτε ήξερα κι εγώ γιατί ερχόμουν εδώ τα καλοκαίρια κι είχαμε σπίτι, κι έπαιζα στα σοκάκια με τ’ άλλα παιδιά και γιατί θυμάμαι, γιατί μπορώ να σου πω πως ήταν η Σίφνος παλιά και πόσο έχει αλλάξει. Αλλά δεν είναι σ’ αυτά η Σίφνος, τελικά. Δεν είναι εκεί που την ψάχνουμε, αλλά εκεί που θα βρεθούμε. Δεν είναι στο πόσο άλλαξε, αλλά στο πόσο σε αλλάζει. Άμα ξεχάσεις αυτά που ήξερες κι αρχίσεις να μαθαίνεις. Πόσος πλούτος κρύβεται σε μια φλέβα χρυσού που έχει στερέψει. Πως η μαγεία είναι σ’ ότι αγαπάς και ν’ αγαπάς δεν είναι γνώση. Δεν ξέρεις τίποτα κι έτσι πλουτίζεις, τελικά: μαθαίνοντας.

Κι εγώ θυμάμαι τότε που ήξερα και δεν την αγαπούσα. Τότε που το ‘λεγα με χαμηλή φωνή, ότι θα πάω στη Σίφνο, και με τραβούσαν άλλα μέρη, γεμάτα φώτα, γυαλιστερά. Και με τύφλωναν. Ώσπου μια μέρα βρέθηκα εδώ κι είχαν περάσει δυο χειμώνες και δε με ρωτούσε πια κανεις πότε θα φύγω και κατάλαβα ξαφνικά τι σημαίνει ν’ αγαπάς έναν τόπο έτσι όπως είναι, όχι όπως τον φαντάστηκες. Όχι γι’ αυτά που λέγονται και την αξία που του δίνουν οι άλλοι και γι’ αυτά που λες εσύ στους άλλους ότι θυμάσαι. Και να το λες, πως ζεις εδώ, κι αν σε ρωτάν ποια Σίφνο; Τη δική μου.

Κάτι ξέρουν, αυτοί που ξέρουν. Καλά κάνουν κι έρχονται εδώ. Για γάμους και για βαφτίσια, για το Σαββατοκύριακο με το SeaJet, για όλο το καλοκαίρι με αυτοκίνητα φορτωμένα. Για τα μπαρ και τα εστιατόρια, για τον αριστοκρατικό Αρτεμώνα και τον κοσμικό Πλατύ Γιαλό και τη γραφική Χερρόνησο. Για τα κεραμικά και τις εκθέσεις και για τις φωτογραφίες που ανεβάζουν στο facebook με φόντο τη Χρυσοπηγή. Για όλα αυτά που ξέρουν, τώρα, όλοι, και τα κρυφά και τα κρυμμένα και αυτά που ήταν πάντα εκεί και δεν τα είχες συναντήσει. Γι’ αυτά που ίσως μάθεις. Γι’ αυτούς που ξέρουν κι αυτούς που ψάχνονται κι αυτούς που ψάχνουν κάπου να βρεθούν κι εκείνους, σαν κι εμένα, που βρέθηκαν εδώ και τα μαθαίνουν όλα απ’ την αρχή. Έχει Σίφνο για όλους, δε στερεύει. Έχει πλούτο για όλους, αν την αγαπάς. Χωρίς να ξέρεις, να την αγαπάς.


Η Δάφνη Καψάλη ζει στη Σίφνο. Δεν ξέρει τίποτα.


Click here for the English version of this piece.

Author: Daphne Kapsali

Daphne lives in Sifnos, where she writes books and collects firewood to get her through the winter. She is the author of "100 days of solitude" and another seven books, all available from Amazon.

1 thought on “Χωρίς να ξέρεις, να την αγαπάς.”

Comments are closed.