Από κάπου να ξεκινήσω

Πρέπει να ξεκινήσω να γράφω ελληνικά. Έτσι μου λένε. Μου λένε πως δε γίνεται, ελληνίδα, να γράφω στ’ αγγλικά: μόνο; γιατί; Ελληνίδα, και με μπαμπά ποιητή. Μου λένε για την ομορφία της ελληνικής γλώσσας, αυτή τη μελωδία που ‘χει, τις λέξεις που δεν έχουνε οι άλλοι, μόνο εμείς. Εμείς; Τι ελληνίδα είμαι; Μπερδεμένη.

Δεν ενδίδω. Εδώ και χρόνια λέω όχι. Όχι, με τα λίγα λόγια που ξέρω, γιατί είναι στ’ αλήθεια λίγα, και σκονισμένα. Σκουριάζουν κι αυτά, αλλοιώνονται, αν δεν τα χρησιμοποιείς. Αν λες τα ίδια και τα ίδια, στους ίδιους ανθρώπους κι ανάμεσα, όταν δε θυμάσαι τη λέξη, λες την αγγλική. Με τα λίγα λόγια που ξέρω προσπαθώ να δώσω εξηγήσεις, ελληνικές, ευκατανόητες. Να εξηγήσω κάτι που δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ: γιατί δεν είμαι ελληνίδα όσο πρέπει, γιατί δε μου φτάνει; Γιατί δε μου κάνει αυτή η αρχαία γλώσσα των ποιητών; Ποιο είναι αυτό το αλφάβητο, το ξένο, που για χάρη του απαρνιέμαι το ελληνικό; Ποια είμαι εγώ που δε μου φτάνουν αυτές οι λέξεις, οι μητρικές, για να εκφραστώ; Μπερδεμένη. Αθηναία πρωτευουσιάνα ξενιτεμένη μετανάστρια. Ξένη εδώ, ξένη κι εκεί. Αλλά άμα ζεις τη ζωή σου στα ξένα, με ξένες λέξεις εκφράζεσαι. Και ξένες γίνονται οι μητρικές, οι πιο λίγο οικείες, όσο περνάει ο καιρός. Δε μεταφράζεται η ζωή στο Λονδίνο στα ελληνικά, δε μεταφράζονται οι σκέψεις που κάνεις. Η νοοτροπία που έμαθες εκεί, όλα αυτά τα χρόνια, δεν προσαρμόζεται στο εδώ. Κι εδώ, που θα ‘πρεπε να ταιριάζω γιατί η ταυτότητά μου λέει «ελληνίδα», δεν έχω λόγια για να εκφραστώ.

Αυτή την ταυτότητα, την ελληνική, δεν ξέρω πως να την υποδυθώ. Δεν έχω τα λόγια. Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά, που δεν έχω κάνει, δεν έχω πει ποτέ στα ελληνικά. Δεν ξέρω πως. Πως πληρώνεις λογαριασμούς; Πως καλείς ταξί; Πως λες ότι λυπάσαι που κάποιος πέθανε; Πως μιλάς για έρωτες; Πως μιλάς για τον πόνο; Πως ξεκινάς μια σχέση; Πως χωρίζεις; Όταν σου λεν «βοήθειά μας», πως απαντάς; Μιλάς κατά τη διάρκεια του σεξ; Το λένε σεξ; Τι λες όταν γνωρίζεις κάποιον για πρώτη φορά; Τι λες όταν δεν ξέρεις τι να πεις; Από κάπου πρέπει να ξεκινήσω, αλλά πως ξεκινάς;

Δεν ενδίδω, κι ας λένε. Δεν είναι αυτός ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω, τώρα, στα ελληνικά. Είναι που, ξαφνικά, κάτι νιώθω: μια ανάγκη. Σαν κάτι ν’ άλλαξε, χωρίς εξήγηση, χωρίς να μου δώσει χρόνο να σκεφτώ, να ερμηνεύσω, να προσαρμοστώ. Σα να μη μπορώ πια να κοροϊδεύω τον εαυτό μου, να κρατάω το ένα πόδι σ’ άλλη όχθη, σ’ άλλη χώρα και να στέκομαι εδώ. Να ζω εδώ μα να κρατιέμαι, με μια κλωστίτσα, αλλού, να μιλάω με λέξεις μεταφρασμένες για εμπειρίες εισαγόμενες και όλοι να γνέφουν με το κεφάλι αλλά να μην καταλαβαίνουν, γιατί δεν έχει Λονδίνο εδώ, δεν έχει how do you do. Αυτά που ξέρεις ξέχασέ τα αν θέλεις, όπως όλοι, να βρεις κάπου να σταθείς. Και θέλω: αυτό νιώθω. Θέλω να σταθώ εδώ. Κι αν θέλω, πρέπει να σταθώ και με τα δύο πόδια. Πρέπει από κάπου να ξεκινήσω, από τα λίγα λόγια που ξέρω. Αυτές οι λέξεις που με ξενίζουν να γίνουν γνώριμες σιγά σιγά, για να μην είμαι πια ξένη. Να μη μεταφράζομαι πια στα ελληνικά, να μην εισάγω τον εαυτό μου από αλλού: να είμαι εδώ.

Εδώ, στη Σίφνο. Ξένη πρωτευουσιάνα Αθηναία περίεργη. Σιγά σιγά όμως: η Δάφνη. Που ζει στον Ελεήμονα. Που γράφει βιβλίο. Που περπατάει πολύ, Απολλωνία-Καμάρες, σχεδόν κάθε μέρα. Που έμεινε εδώ το χειμώνα. Που κάνει παρέα με τον τάδε και τον άλλον. Αυτή. Από την απόλυτη αδιαφορία του Λονδίνου, από την ελευθερία εκείνη την παράξενη και τους απέραντους ορίζοντες, στη Σίφνο τη μικρή που θέλει να τα ξέρει όλα. Τίνος είσαι εσύ; Τι κάνεις; Τι είσαι; Μπερδεμένη. Αλλά έχει κι εδώ ορίζοντες, έχει έρωτες, έχει τραγούδια που τα ξέρω. Έχει θάλασσες και βουνά και φίλους καινούργιους και παλιούς και άγνωστες λέξεις τους τις μαθαίνω με τον καιρό. Έχει εμπειρίες που είναι μόνο εδώ, και λέξεις που τους αντιστοιχούν. Οι φίλοι μου στην Αθήνα, στο Λονδίνο, δεν καταλαβαίνουν. Γνέφουν τώρα κι αυτοί μ’ εκείνον τον τρόπο, αλλά δεν πειράζει. Θα προσπαθήσω, με τα λίγα λόγια που ξέρω, να τους τα πω. Πως είναι να είσαι εδώ. Πως σ’ αυτό το νησί που θέλει όλα να τα ξέρει, μέσα σ’ αυτό το καλοκαίρι που δε λέει να ‘ρθει, δε λέει ν’ αποφασίσει, δεν ξέρει τι είναι – κάπως ταιριάζω. Πως βρήκα κάπου να σταθώ.

Πήγα μια βόλτα πριν λίγο, να περπατήσω, να σκεφτώ. Κοντά στο τέλος, στις Αράδες, στην παλιά παιδική χαρά, σταμάτησα να κάτσω για λίγο, να καπνίσω ένα τσιγάρο πριν πάρω το δρόμο προς Καταβατή. Έκατσα σταυροπόδι στην άκρη του τοίχου, πάνω απ’ το δρόμο. Μπροστά μου θέα το σχολείο, πιο ‘κει στα δεξιά τα Εξάμπελα και περά η θάλασσα και τα νησιά. Σχεδόν σαράντα χρονών, με τζην σορτσάκι και παπούτσια Vans, σκαρφαλωμένη σ’ ένα τοίχο να καπνίζω. Πέρασαν μερικοί. Κάποιοι δε με είδαν. Κάποιοι με χαιρέτησαν. Κάποιοι με κοίταξαν, περνώντας, και κούνησαν το κεφάλι: να η Δάφνη. Σκαρφαλωμένη σ’ ένα τοίχο. Θυμήθηκα ένα τραγούδι του Ξυδάκη, «κοντεύω τα σαράντα κι ακόμα είμαι παιδί». Το άκουγα μικρή και μου φαινόταν τρελλό, αυτός ο αριθμός, αυτή η ηλικία. Και να ‘μαι τώρα, εδώ, τριανταεννιά ετών με μαλλιά σχεδόν ξυρισμένα και ν’ ασημίζουν στα πλάγια, σκαρφαλωμένη ψηλά να κοιτάω τα νησιά, και να μου γνέφουν σα να με ξέρουν. Και να νιώθω μια παράξενη ελευθερία, εδώ, στη Σίφνο τη μικρή που θέλει όλα να τα ξέρει, και οι λέξεις να μου έρχονται στα ελληνικά. Λίγες, αλλά οικείες. Χωρίς μετάφραση. Και να νιώθω την ανάγκη να τις πω.

Ποτέ δεν ξέρεις τίποτα. Αλλά τα λόγια βρίσκονται, σιγά σιγά, με τον καιρό. Φτάνει από κάπου να ξεκινήσεις. Και μπορείς να ξεκινήσεις όσες φορές θες.

In the meantime

In the meantime, I have to live my life. Isn’t that what you always tell me? Isn’t that what you say, to live for now, in the present moment? But there’s that word: present. Where are you?

I went away, but I took you with me. I thought you wanted to come. I thought I knew about you and me and now, the insignificance of time and places, the perfect continuum of our unbreakable bond. But I didn’t know there was a meantime. I thought now was a constant thing, stretching endlessly from moment to moment, seamless. But nothing is unbreakable, and something broke. And maybe there will come a day when we’ll put it back together, with seams of gold to remind us of our history and everything we’ve overcome, like the Japanese repair their broken things, and it will be beautiful. But now is the meantime, and I’m slipping through the cracks.

How long did I think my imported love would keep? How long did I think it would translate, in this land of foreign words? It’s a different alphabet here: some of the letters do not correspond. Some of the letters are orphaned; they don’t make it across the transition, the divide. There are too many gaps where the words used to be; there is no shoulder to rest my head on. I’m falling through the cracks, and you’re letting me. You’re letting me slip away, but you won’t let me go.

You are my phantom limb and you cripple me with the ghost of your presence. I’m always there, you say, and I know you are but I can’t see you and there’s a twitch where you should, you ought to be. And when I reach out to touch you: nothing – just the echo of our untranslatable words. Love is a blessing, in all of its forms, but my fingers need skin to slide across, my head needs a shoulder to rest on. My body needs a body to click into. Is that too commonplace for our extraordinary love? Is that too physical, too tangible for our higher concepts? Higher up, our bond is unbreakable, but down here, where I place my feet, I am made of flesh and dirt and desire. There is no common place for you and me; not here, in the meantime of now. But this is where I need to be.

There are twitches of pleasure, here. There is reaching out and touching someone; there is skin against skin. There are words that are said simply, words that correspond to common places and times. There is common ground, and dirt and soil and sand: things tangible, unbroken, well kept. You cannot keep me with higher concepts alone; you cannot leave me alone to see where I fit in the cracks. But no bond is freedom, if it binds.

You are my phantom limb, and I must learn to stand without you. You are my sunrise and the colours that make postcards of the sky at the end of my day, but it is June now, and the days are long. There is a lot of meantime.

Nothing is unbreakable, and broken things can be repaired, with gold and history and time. But in the meantime I stand here, without you, flesh and feelings in a language you do not understand. I do not care to translate them; I am slipping away and I don’t want to be stopped. I don’t want to be kept with higher concepts and ghosts and the beautiful golden seams of a love repaired; I don’t want to be bound to that. I am too alive, and the days are long. I don’t want to wait for postcards; I don’t want to wait for nothing. I want to reach out and touch someone; I want the common ground and the dirt on my feet and the twist in my stomach and the words that correspond to how I feel. I want a tangible love, this time. And you, my love, my higher, extraordinary love: you’re always there, but you’re not here. Where are you? It’s only the echo of your words that reaches me, and I won’t bind you to promises imported from the past. Now, this time, it’s me that’s letting you go, as I slip through the cracks that have yet to be sealed with gold.