Να έχεις κάπου να γυρίσεις

Και να κάθομαι τώρα σ’ ένα πλοίο, απόγευμα, τέλη Σεπτέμβρη, και να βλέπω έξω τη θάλασσα και ν’ ακούω καψουροτράγουδα στο κινητό που δεν ξέρω τι να τα κάνω και που να τα τοποθετήσω μέσα μου, και που να τοποθετηθώ κι εγώ μέσα σ΄όλα αυτά, αφού βγω απ΄αυτό το πλοίο που μου ‘χουν δώσει θέση ξεκάθαρη, με αριθμό. Και να πηγαίνω στην Αθήνα, αλλαγμένη, ούτε Αθηναία πια ούτε Σιφνιά, για να μου πούνε όλοι εκεί πως έχω αλλάξει, και πως μου πάει το νησί, πως δεν ανήκω πια στην πολή – αλλά δε σκέφτομαι καθόλου να γυρίσω; Δεν πα να σκέφτομαι ότι θέλω, μα να γυρίσω που; Σε τι; Μόνο στη Σίφνο θέλω να γυρίζω, πάντα στη Σίφνο να γυρίζω, τύπου Ιθάκη ένα πράγμα, ταξίδι και προορισμός. Το είπα πρόσφατα, να με δέσουν σ’ ένα κατάρτι σαν τον Οδυσσέα, γιατί ακούω τις Σειρήνες και δε μπορώ – όχι – δε θέλω να μην πάω εκεί που με φωνάζουν. Κλείνω τ’ αφτιά μου με ακουστικά κι ακούω καψουροτράγουδα κι όπου με βγάλει, και δε φταίνε οι Σειρήνες που με φωνάζουν, αυτή είν’ η δουλειά τους. Φταίω εγώ, που δεν μπαίνω καν στον κόπο να δεθώ.

Και να ‘μαι τώρα σ’ ένα πλοίο για Αθήνα, θέση 31Τ, παράθυρο, επίσημα και τυπωμένο σε χαρτί. Πενήντα ευρώ για να ξέρω ακριβώς που βρίσκομαι για λίγο, για να βρεθώ εν τέλει στην Αθήνα, ούτε Αθηναία πια ούτε ακριβώς Σιφνιά, παρ΄ότι μέσα μου πάντα στη Σίφνο επιστρέφω. Να με ξερνάει το πλοίο στον Πειραιά, κι εγώ να κάνω τις κινήσεις μου μηχανικά γιατί ξέρω πως, γιατί θυμάμαι το δρόμο προς το σπίτι, μα οι Σειρήνες με φωνάζουνε αλλού. Να περιφέρομαι στους δρόμους της Αθήνας, άδετη, σα χαμένη, κι όλοι να ξέρουν απ’ τον τρόπο που κινούμαι πως δεν ανήκω πια εδώ. Και να μου λεν έχεις αλλάξει, βλέπω τη Σίφνο στο κορμί σου, στον τρόπο που χαμογελάς, μα κάτσε λίγο παραπάνω, δε θα κάτσεις; Κι εγώ δεν ξέρω πως να πω δεν έχω θέση. Ήμουνα κάποτε Αθηναία, το θυμάμαι, αλλά δεν ξέρω πια που να σταθώ, πως να περάσω απ’ το φανάρι, και μέσα στο θόρυβο της πόλης ακούω μόνο τις Σειρήνες τις δικές μου, να μου φωνάζουν γύρνα πίσω.

Πόση σημασία έχει η τοποθεσία εν τέλει, το που τοποθετείς τον εαυτό σου; Είναι καλύτερο ν’ αφήνεσαι, ελαφρύς, και να πηγαίνεις όπου σε πάει, ή μήπως να στέκεσαι κάπου σταθερά και να λες εγώ εδώ είμαι, ελάτε αν θέλετε εσείς για να με βρείτε; Μα άμα το κανες αυτό, σκέφτομαι τώρα, δε θα βρισκόσουνα ποτέ και πουθενά, ούτε θα έμπαινες σε πλοία για να φύγεις και να γυρίσεις πάλι στην Ιθάκη, όποια Ιθάκη διάλεξες να σε καλεί. Άμα δεν πας όπου σε πάει, δεν έχει Ιθάκες πουθενά: μόνο λιμάνια και ταξίδια, χωρίς επιστροφή. Όπου και να τοποθετείσαι, μέσα σ’ όλα, όποια κι αν είναι η θέση που θα πάρεις, σταθερή, θα περιφέρεσαι άσκοπα, δεμένος σε κατάρτια, γιατί είχες άλλο στο μυαλό σου προορισμό κι αλλού ακούς να σε φωνάζουν. Και θα φεύγεις χωρίς να ‘χεις να γυρίσεις, αντί να δένεσαι μ’ αυτά που σε καλούν, κι όπου σε βγάλει.

Μα να ‘χεις κάπου να γυρίσεις: δεν είναι λίγο. Χωρίς να δένεσαι δεν έχει να λυθείς, κι άμα φοβάσαι ν’ αφεθείς δε θα ‘χεις θέση πουθενά. Κι αν είναι ο τόπος σου εκεί που επιστρέφεις, αν έχεις βρει τη θέση σου, ανεπίσημα, εκεί, πόσο άδικο να ξοδεύεσαι αλλού, σε άλλα, και να σου λεν πως άλλαξες κι εσύ να ακούς μόνο το θόρυβο της πόλης και τις σειρήνες της τροχαίας να περνάνε. Όπου κι αν πας, να έχεις κάπου να γυρίσεις, κι εσύ να ψάχνεις για κατάρτια να δεθείς. Πόσο άδικο, αν είσαι τόσο τυχερός.

Γιατί δε φταίνε οι Σειρήνες που νιώθουμε άδετοι, που κρατιόμαστε από κατάρτια χωρίς λόγο, που περιφερόμαστε στους δρόμους της ζωής μας σα χαμένοι, στο δρόμο προς το σπίτι, ψάχνοντας κάτι μου μας έχει ήδη βρει. Φταίμε εμείς, που δεν ακούμε. Αν δεν ακούμε, φταίμε εμείς.

Αυτά που είναι να κρατήσουν θα σταθούν

Τα ‘χω ανοίξει όλα, πόρτες και παράθυρα, ορθάνοιχτα, και φυσάει ο άνεμος και τα παίρνει όλα, όλα όσα έχω. Φυσάει ο άνεμος απ’ όλες τις κατευθύνσεις, βορράς, νότος, ανατολή, και με τη δύση δεν πέφτει όπως πέφτουν τα μελτέμια, δε γλυκαίνει λίγο όπως έκανε παλιά. Φυσάει αέρας, ρεύματα, και χτυπάνε τα τζάμια και μέσα μου όλα γέρνουνε και πέφτουνε και σπάνε, πέφτουν κάτω και θρυμματίζονται και τα παράθυρα χτυπούν και οι πόρτες τρίζουν. Κι όλα δονούνται κι όλα γέρνουν κι όλα τα παίρνει ο άνεμος και τα ρίχνει κάτω και τα σπάει κι εγώ στέκομαι εκεί, ακίνητη, στη μέση, και σκέφτομαι: πάρτα όλα, σπάστα, να πάνε στο διάολο, να πάνε στο καλό. Δεν τα θέλω άλλο αυτά τα εύθραυστα, αυτά που γέρνουν τόσο εύκολα και σπάνε, με τον κάθε άνεμο, αυτά που δεν έχουν αντοχή για να σταθούν. Πάρτα να παν στο διάολο, τι να τα κάνω; Μισά κι ολόκληρα, σπασμένα και ακέραια, αλλά ανοίγεις τα παράθυρα και τρέμουν και πως να τα κρατήσεις; Φυσάνε έρωτες, φυσάνε λύπες, φυσάνε χαρές που δε φαντάστηκα, φυσάνε αυτά που ήθελα κι αυτά που έχασα κι αυτά που θέλω να κρατήσω, αλλά δε μπορώ να στέκομαι στη μέση και να τα κρατάω, μήπως φυσήξει ανέμος και γείρουνε και πέσουν, δε μπορώ. Ας πέσουνε κι ας σπάσουν κι ας πάνε στο καλό, αυτά που δεν αντέχουν να σταθούν. Τα ‘χω ανοίξει όλα, ορθάνοιχτα, και στέκομαι στη μέση και σκέφτομαι: ας σπάσει ότι σπάσει, κι ότι μπορεί ν’ αντέξει ας σταθεί γιατί αν κλείσω τα παράθυρα και τις πόρτες και γίνουν όλα στεγανά, δε θα ‘χει ούτε έρωτες, ούτε χαρές, ούτε αυτά που θα ‘θελα να τα κρατήσω – δε θα ‘χουν από που να μπουν. Άμα τα κλείσω όλα, όπως πριν, θα ‘χει μόνο ακινησία, θα ‘χει μόνο στασιμότητα κι ασφάλεια κι εγώ θα στέκομαι στη μέση, απαθής, να τα κοιτάω, όλα αυτά τα εύθραυστα, μισά κι ολόκληρα, σπασμένα ήδη κι ας μοιάζουν ακέραια, αυτά που χρειάζονται τόσο προστασία για να σταθούν. Δεν τα θέλω πια, όχι έτσι. Κι ας τρέμουν όλα μέσα μου, κι ας γέρνουν. Αυτά που είναι να κρατήσουν κρατιούνται από μόνα τους, όποιος άνεμος κι αν τα φυσά. Αυτά που είναι να κρατήσουν θα σταθούν.

Passing the time

Ι’m writing this at a café on the beach in Kamares. I’m writing this to pass the time until the boat arrives. My friend Malik is on a sun lounger ten metres away, reading, and we’re both suspended in that strange place-time between being here and going away. When leaving has become inevitable, the thing that happens next, and everything that happens in between is just passing the time.

I’m thinking: the excuses we use. That there’s nothing left to do, with so little time still left. That we cannot even start when it’s inevitable that we’ll have to stop. That any words we say will only be the words we say as our time runs out. And so we sit in silence, in stillness, passing the time in between as we wait for the end to come.

Everything ends, inevitably. Everything is ending as soon as it’s begun. The most infinite thing we have is time, but we are finite within it. We have our time, but no idea how to occupy it. We have excuses for every silence and every stillness and every word left unsaid, and everyone who’s left because we didn’t stop them, and everything we stopped before it began because we were afraid of the end that would, inevitably, come.

I’m thinking: how I stay silent when there are things to say. How I say things just to fill the space that silence makes, when silence scares me. How I don’t say the things that scare me and make up, instead, a courage that nobody expects. How I stay still instead of running after everything and everyone I’ve lost because of silence, or courage, or the time I thought I had. How it’s an act of cowardice to train yourself not to need.

This isn’t about boats. It isn’t always boats that come and take people away; it isn’t always as easy as an end that’s scheduled. Malik will get on the boat and he will leave and that is right because he lives elsewhere, and we have had our time. But there are others who drift away without warning, out of schedule, and there was no particular moment when you could have stopped them, no one moment when you could have said I need you, but all of them, every single moment of that time in between. When you brought about the end that you feared, with your courage. When you thought you were just passing the time.

And I’m thinking: the excuses we live by. When we could be living by our hearts and our souls and letting nothing pass us by. Not passing the time but occupying it, for fuck’s sake. Not thinking that there’s time, still, yet, another time, but grasping how finite we are and putting everything we’ve got into the time we have been given. And giving of the one infinite thing we have, which isn’t time, after all, but love. Love, not silence. Not stillness, but love. Love, which is the only thing that can turn our endings into beginnings and everything that happens in between into a life that we have lived. Love, not courage, to fill that strange space-time that we occupy in this life, even when the next thing that happens is the end.


There is no excuse.